- νεάζουσα
- νεάζωto be youngpres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βακέτα — η 1. κατεργασμένο δέρμα μικρού μοσχαριού 2. υποδήματα από βακέτα 3. νεάζουσα γερασμένη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vacchetta «δαμάλι», υποκορ. του vacca «αγελάδα»] … Dictionary of Greek
ՆՈՐԱՀԱՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0443 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 11c ա. νεοήλιξ, ἠλικία νεαζούσα juvenis, juvenilis aetatis. Մանկահասակ. ծաղկահասակ. առոյգ. տղայ. երիտասարդ. *Նորահասակ մանկանցն խօսել ետ, եւ ծերք եւ տղայք ʼի միասին երգեցին: Նորահասակ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)